- κατσάκης
- ο1. δραπέτης, φυγάς2. λαθρέμπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kacak].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσάκικος — η, ο [κατσάκης] αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο, λαθραίος («κατσάκικο ρολόι») … Dictionary of Greek